- ἄμεσος
- ἄμεσοςimmediatemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άμεσος — η, ο (Α ἄμεσος, ον) αυτός που γίνεται ή υπάρχει δίχως τη μεσολάβηση κάποιου άλλου, «άμεση συμμετοχή» (αυτοπρόσωπη), «άμεσοι φόροι» (αυτοί που καταβάλλονται στο κράτος απευθείας από τον πολίτη) (αντίθ. έμμεσος) νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει δίχως … Dictionary of Greek
άμεσος — η, ο επίρρ. άμεσα και αμέσως 1. αυτός που γίνεται ή υπάρχει χωρίς κάποιον διάμεσο: Επιβλήθηκαν καινούργιοι άμεσοι φόροι. 2. αυτός που συμβαίνει χωρίς τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος: Χρειάζεται άμεση χειρουργική επέμβαση. 3. αυτός που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμέσω — ἄμεσος immediate masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄμεσος immediate masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσως — ἄμεσος immediate adverbial ἄμεσος immediate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμεσον — ἄμεσος immediate masc/fem acc sg ἄμεσος immediate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσοις — ἄμεσος immediate masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσου — ἄμεσος immediate masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσους — ἄμεσος immediate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσων — ἄμεσος immediate masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέσῳ — ἄμεσος immediate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)